- αναλογισμός
- οσκέψη, στοχασμός: Στον αναλογισμό ότι σε λίγο θα αντίκριζε τα αγαπημένα του πρόσωπα, δάκρυσε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀναλογισμός — reconsideration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλογισμός — ο (Α ἀναλογισμός) [ἀναλογίζομαι] 1. η εκ νέου σκέψη για κάτι, στοχασμός, ανασκόπηση, αναπόληση 2. υπολογισμός, σκέψη, διαλογισμός αρχ. 1. απόφαση που στηρίζεται στον αναλογισμό 2. υπολογισμός κατ αναλογία … Dictionary of Greek
ἀναλογισμοῖς — ἀναλογισμός reconsideration masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογισμοί — ἀναλογισμός reconsideration masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογισμοῦ — ἀναλογισμός reconsideration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογισμούς — ἀναλογισμός reconsideration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογισμῶ — ἀναλογισμός reconsideration masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογισμῶν — ἀναλογισμός reconsideration masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογισμῷ — ἀναλογισμός reconsideration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογισμόν — ἀναλογισμός reconsideration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)